«Με έναν Σοπενάουερ στην τσέπη» ή Ή η άλλη μισή αλήθεια |
Η εργαλειακή και σχεδόν «από καθήκον» αντιμετώπιση της ανάγνωσης ως βιβλιογραφίας αθετεί την ουσία του πάθους το οποίο γίνεται όλο και πιο δυσεύρετο |
Του Νικόλα Σεβαστάκη
Στη Λέσχη των αθεράπευτα αισιόδοξων, το μυθιστόρημα του Ζαν Μισέλ Γκενασιά, ο αφηγητής Μισέλ Μαρινί είναι ένας έφηβος που διαβάζει λογοτεχνία με τέτοια αφοσίωση ώστε συχνά διασχίζει τους δρόμους του Παρισιού χωρίς να τραβάει τα μάτια του από τις σελίδες. Είναι η εποχή του πολέμου στην Αλγερία και των πρώτων δίσκων του ροκ εν ρολ, εποχή όπου οι πολιτικές απορίες και η ερωτική αφύπνιση συγκαταλέγονται στα υλικά της επερχόμενης εξέγερσης.
Να, λέω, αυτό το καλό έχει η λογοτεχνία: υπενθυμίζει, μεταξύ άλλων, τις δυνατότητες ελευθερίας που υπάρχουν κάτω από τα στρώματα μιας κοινής ζωής, ενός συνηθισμένου πεπρωμένου. Στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν πρόκειται για νοσταλγική ανακατασκευή του παρελθόντος ή μιας νεότητας που κάποτε, πιθανόν, ήταν πιο ενδιαφέρουσα. Αυτός ο έφηβος που διάβαζε Κάφκα και Καμύ, Ντοστογιέφσκι και Γκόγκολ, υπήρξε στ’ αλήθεια. Δεν είναι μια στρατηγική εξιδανίκευσης, τέχνασμα μιας συγκαλυμμένης αυτοβιογραφίας. Το ανάλογό του στο πέρασμα του χρόνου είναι άλλωστε εκείνοι οι νεαροί Έλληνες που τα ονόματά τους τα πρωτοσυνάντησα σε κάποια τεύχη της Επιθεώρησης Τέχνης –τα είχε όλα ο πατέρας μου– όταν ήμουν δεκατεσσάρων. Και κάποιοι από αυτούς ευτυχώς επιμένουν ακόμα και τους διαβάζουμε σήμερα στις Σημειώσειςτου σπουδαίου Γεράσιμου Λυκιαρδόπουλου. Παιδιά του Χαλανδρίου και της Κυψέλης του ’60, της Βέροιας ή της Χαλκίδας που διάβαζαν Κέστλερ, Τόμας Μαν και Λούκατς. Και άλλοι που εμφανίστηκαν στις κατοπινές γενιές, στη μεταπολίτευση –αυτή που την παρουσιάζουν ως ένα πασοκοειδές γκροτέσκο πράγμα–, στα μεταβατικά χρόνια του ’80 και μέχρι σήμερα. Σήμερα; Μόνο που δέκα τόσα χρόνια στο πανεπιστήμιο, στις κοινωνικές επιστήμες μάλιστα, ζήτημα είναι αν έχω συναντήσει τρεις φοιτητές που να λάμπει το μάτι τους ακούγοντας το όνομα ενός συγγραφέα ή τον τίτλο ενός βιβλίου. Πάντα μειονότητες θα είναι οι Μισέλ Μαρινί του κόσμου τούτου, αλλά εδώ μιλώ για πραγματική κατάσταση σπάνης ή για θλιβερή απουσία. Και αυτό ισχύει ακόμα και για εκείνους τους ενταγμένους ή υποψιασμένους πολιτικά φοιτητές και φοιτήτριες. Το έχω ξαναγράψει και ξέρω ότι παρεξηγείται στην Αριστερά ως πράγμα ανεπίκαιρο και εξωτικό: μου φαίνεται αδιανόητη μια πολιτικοποίηση χωρίς άλλα ερεθίσματα, χωρίς μια γερή δόση μύησης σε διαφορετικές και συχνά ασύμπτωτες μεταξύ τους αφηγήσεις της ανθρώπινης κατάστασης. Αυτές οι αφηγήσεις δεν εξαντλούνται στην τελευταία λέξη της μόδας που επικρατεί στη λεγόμενη ριζοσπαστική θεωρία. Ούτε πρέπει να τις επικαλούμαστε για να μας λύσουν το πρόβλημα του «πολιτικού σχεδίου», πόσο μάλλον το πρόβλημα του χρέους και της καπιταλιστικής κρίσης. Η εργαλειακή και σχεδόν «από καθήκον» αντιμετώπιση της ανάγνωσης ως βιβλιογραφίας αθετεί την ουσία του πάθους το οποίο γίνεται όλο και πιο δυσεύρετο. Μιλώ για μια στάση η οποία δεν ψάχνει απλώς έναν μικρό χώρο βεβαιοτήτων, δεν γυρεύει ένα είδος διανοητικού στεκιού. Υπέροχα είναι τα στέκια και οι βεβαιότητές τους, αλλά ακόμα καλύτερη είναι η περιπλάνηση, η πρακτική της αμφιβολίας, όπως την προσφωνεί ο σχεδόν αιωνόβιος Ινγκράο. Αλλά τι να το κάνω που ο άλλος θέλει «επιστροφή στον Λένιν» και όταν του μιλάς λ.χ. για τις Ιστορίες από την Κολιμά του Βαρλάμ Σαλάμοφ κοιτάει με μάτια απλανή λες και του αναφέρεις την ύπαρξη εξωγήινης ζωής; Πρακτική της αμφιβολίας σημαίνει ότι πιάνεις στα χέρια σου κι εκείνα που θα σου πολλαπλασιάσουν τα ερωτήματα, κι αυτά που θα σου ραγίσουν τα έσω τοιχώματα ή θα σε βγάλουν, πολλές φορές με βίαιο τρόπο, έξω από τα οικεία και ανακουφιστικά λόγια με τα οποία πιστεύεις ότι ξεκλείδωσες τα μυστικά του κόσμου. Ο τσέχος φιλόσοφος, ο Γιαν Πάτοτσκα, έλεγε ότι πνευματικός άνθρωπος είναι εκείνος που αποδέχεται να ζει με την «προβληματικότητα», συντροφιά με μια ορισμένη αίσθηση του κινδύνου στο βαθμό που αποστατεί από την προστασία του αυτονόητου και αυταπόδεικτου. Τα καθεστωτικά αυτονόητα τα ξέρουμε, χίλιες φορές τα έχουμε πει και σε αυτήν εδώ τη στήλη. Αλλά να που ο κομφορμισμός δεν έχει μόνο ένα πρόσωπο, δεν είναι μόνο «η εικόνα στις ειδήσεις», αλλά ζει και μέσα στο κίνημα, τρέφεται από τη μονομέρεια, από τον radical ακαδημαϊσμό, τον αιώνιο άταφο οικονομισμό. Κάθε φορά που συναντώ αυτά τα προσωπεία, θυμάμαι τον Λειβαδίτη που ομολογεί:
ώ, αν μπορούσα να ξαναρχίσω απ’ την οδό Κεραμέων, τότε που περιδιάβαζα κάτω απ’ τις πιπεριές μ’ έναν Σοπενάουερ στην τσέπη
σ’ εκείνον το ρομαντικό ρόλο που «έπαιζα» τότε, ανακαλύπτω τώρα ότι υπήρξε ο πιο αληθινός εαυτός μου |
Δευτέρα 23 Ιανουαρίου 2012
«Με έναν Σοπενάουερ στην τσέπη» ή Ή η άλλη μισή αλήθεια
Τρίτη 17 Ιανουαρίου 2012
Τα Συμβούλια Διοίκησης είναι εδώ και διαλύουν το δημόσιο, δωρεάν, μαζικό πανεπιστήμιο!
|
ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΜΑΘΗΤΕΙΑ, ΕΙΝΑΙ ΜΑΥΡΗ ΚΑΙ ΕΠΙΣΦΑΛΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑ
Στην
εποχή του Μνημονίου η επίθεση ενάντια στις δυνάμεις της εργασίας και της
νεολαίας , ολοένα και οξύνεται με κυρίαρχο στόχο το κόστος διεξόδου από την
κρίση να μετατοπιστεί σε αυτούς . Στην ίδια
νεοφιλελεύθερη κατεύθυνση της λιτότητας, της ανεργίας και της φτώχειας
εντάσσεται και η περιστολή δικαιωμάτων και ελευθεριών. Έτσι, κυβέρνηση και
τρόικα επέλεξαν να τσακίσουν ακόμη περισσότερο τα δικαιώματα των νέων
εργαζόμενων με τον αντιδραστικό νόμο περί
“μαθητείας και απόκτησης εργασιακής εμπειρίας” για άτομα 18-25 ετών.
Βάσει του νόμου, που στηρίχτηκε από όλο
το αστικό μπλοκ, προβλέπεται η σύμβαση της 24μηνης διάρκειας, με απευθείας
διαπραγμάτευση του μισθού μεταξύ εργοδότη και εργαζόμενου, παρακάμπτοντας κάθε
συλλογική σύμβαση (εθνική - γενική - κλαδική - επιχειρησιακή). Καταλαβαίνουμε
λοιπόν ποιος θα μπορέσει να επιβάλλει τους όρους του στο διαπραγματευτικό
δίπολο εργοδότη-εργαζόμενου. Παράλληλα επιτρέπεται στον εργοδότη να συνάπτει
συμβάσεις, χωρίς καμία συνεννόηση με τον συνδικαλιστικό φορέα του εργαζόμενου,
απαγορεύοντας με αυτόν τον τρόπο τη συνδικαλιστική δράση του δεύτερου . Τέλος ο
νόμος προβλέπει ότι με την αλλαγή του εργασιακού αντικειμένου υπογράφεται εκ
νέου 24μηνη σύμβαση. Για παράδειγμα εργαζόμενος ηλικίας 22 ετών σε θέση βοηθού
λογιστή – όπου η σύμβασή του θα έληγε στα 24 του χρόνια- εάν αλλάξει
αντικείμενο υπογράφει με την ίδια επιχείρηση νέα σύμβαση 24μηνης διάρκειας.
Η παραπάνω διάταξη συνδέεται άμεσα με
το νόμο Διαμαντοπούλου που επιτάσσει εξοντωτικούς ρυθμούς σπουδών και απόκτησης
πτυχίου σε αυστηρά χρονικά πλαίσια προκειμένου οι νέοι εργαζόμενοι να
παραδίδονται στη φιλόξενη αγκαλιά της επισφάλειας και της εργασιακής
εκμετάλλευσης. Όταν αντίστοιχη νομοθεσία για την εργασία των νέων θεσπίστηκε
στη Γαλλία το 2006 υπήρξε ένα μεγαλειώδες κίνημα αντίδρασης με στόχο την
ανατροπή της. Καλούμε τους εργαζόμενους και τη νεολαία να εμποδίσουν την
εφαρμογή της νομοθεσίας που υποθηκεύει το μέλλον μας, που οδηγεί μια ολόκληρη
γενιά να ζήσει χειρότερα απ’ την προηγούμενη.
Το μέλλον
που μας ετοιμάζουν δε μας χωράει
Να τους
ανατρέψουμε
Παρασκευή 6 Ιανουαρίου 2012
Ο Ανδρέας Ανδριανόπουλος, ο σοβιετικός μαρξισμός, και τα οικονομικά του σαλονιού
Του Ευκλείδη Τσακαλώτου |
Στο βιβλίο του για τις κυρίαρχες τάσεις του Μαρξισμού, ο Leszek Kolakowski σατίρισε ασύστολα τη σοβιετική προσέγγιση στη φιλοσοφία στην εποχή του Στάλιν – ή, τουλάχιστον, τη φιλοσοφία που διδασκόταν στα κομματικά σχολεία. Καμία φιλοσοφική θέση δεν παρουσίαζε δυσκολία, αν την έβλεπε κανείς από τη σωστή οπτική γωνιά. Για παράδειγμα, ο Καντ μας λέει ότι δεν μπορείς να ξέρεις τίποτα αυτό καθαυτό, αλλά οι απλοί σοβιετικοί πολίτες ξέρουνε τόσα πράγματα - οπότε ξεμπερδέψαμε με τον Καντ. Άλλοι αστοί φιλόσοφοι ισχυρίζονται ότι «το τραπέζι είναι μέσα στο κεφάλι μου»· αλλά ποιος σοβιετικός πολίτης δεν ξέρει ότι το τραπέζι είναι εδώ και το κεφάλι μου κάπου εντελώς αλλού; Με τέτοιες απλές αντιπαραθέσεις, σε σχεδόν κατηχητικό τόνο, κάθε στέλεχος εφοδιαζόταν με επιχειρήματα για να αντιμετωπίσει ανά πάσα στιγμή τον ταξικό αντίπαλο, χωρίς ποτέ να χρειαστεί να ανατρέξει στους ίδιους τους φιλοσόφους.
Είναι κρίμα που ο Kolakowski δεν είναι πια μαζί μας για να σατιρίσει και άλλα δείγματα της ίδιας προσέγγισης. Αυτή η σκέψη μου ήρθε διαβάζοντας το άρθρο του Ανδρέα Ανδριανόπουλου «Η κοινοτοπία ως οικονομική θεωρία» στο τελευταίο τεύχος του books’ journal. Επίσης μου επαναεπιβεβαιώθηκε το πόσο μοιάζουν ο νεοφιλελευθερισμός και οι πιο χοντροκομμένες εκδοχές του μαρξισμού. Υποτίθεται ότι το κείμενο παρουσιάζει μια κριτική για το βιβλίο του Χα-Τζουν Τσανγκ για τις 23 αλήθειες που δεν μας λένε για τον καπιταλισμό (εκδόσεις Καστανιώτη). Σε φορμαλιστικό επίπεδο η δομή της επιχειρηματολογίας του Ανδριανόπουλου παρουσιάζει μια εντυπωσιακή ομοιότητα με αυτή που σατίριζε ο Kolakowski. Μερικά παραδείγματα: ο Τσανγκ μας λέει ότι το κεφάλαιο έχει πατρίδα, αλλά ποιος δεν ξέρει ότι τα hedge funds μπορούν να επενδύσουν τα κεφάλαιά τους σε οποιοδήποτε σημείο της γης; Ο Τσανγκ ισχυρίζεται ότι δεν αξίζουμε εμείς στη δύση να πληρωνόμαστε πιο πολλά από τους υπόλοιπους κατοίκους της Γης, αλλά «ποιος εφηύρε τις νεωτεριστικές μεθόδους αύξησης της βιομηχανικής και γεωργικής παραγωγής – μήπως οι κάτοικοι του Κονγκό;» Με αυτό τον τρόπο, η νεοφιλελεύθερη οικογένεια ξεμπερδεύει με τα «σκουπίδια» τύπου Τσανγκ και οπλίζεται με θεωρητικά όπλα για να αντιμετωπίσει τους πολέμιους του καπιταλισμού που ξεφύτρωσαν χωρίς λόγο, όπως ισχυρίζεται ο Ανδριανόπουλος, μετά την κρίση του 2008.
Το εντυπωσιακό είναι η βαθύτατη άγνοια που αποδεικνύει ο Ανδριανόπουλος για τα θέματα με τα οποία πιάνεται ο Τσανγκ. Για παράδειγμα το αν το κεφάλαιο έχει πατρίδα ή όχι είναι κάτι που συζητιέται, στην ορθόδοξη και ετερόδοξη οικονομική σκέψη, εδώ και εκατό χρόνια, και η βιβλιογραφία επί του θέματος είναι τεράστια. Η προσέγγιση του Τσανγκ είναι ότι οι μεγάλες επιχειρήσεις είναι πιο ριζωμένες στη χώρα όπου αναδειχθήκαν από ό,τι ισχυρίζονται πολλοί νεοκλασικοί αλλά και μαρξιστές οικονομολόγοι – είναι ενσωματωμένες (embedded) σε διάφορα ερευνητικά, τεχνολογικά, πολιτιστικά και άλλα δίκτυα, και, γι’ αυτό το λόγο, δεν μπορούν εύκολα να αποδεσμευτούν. Μια συνέπεια αυτής της θέσης είναι ότι οι απειλές των επιχειρήσεων για μετατόπιση των δραστηριοτήτων σε άλλη περιοχή/χώρα - αν δεν συμμορφωθούν οι εργαζόμενοι και οι εργαζόμενες στις απαιτήσεις της εργοδοσίας - δεν είναι πάντα (σημειώστε το «πάντα») αξιόπιστες.
Ας πάρουμε ένα άλλο παράδειγμα: «οι εταιρίες και οι επιχειρήσεις, λέει επίσης ο Τσανγκ, δεν θα πρέπει να φροντίζουν τα συμφέροντα των μετόχων και ιδιοκτητών τους – να επενδύουν, δηλαδή, κάποιοι χρήματα και ο φορέας που τα εισπράττει να μη νοιάζεται για τις επιδιώξεις τους. Σας μοιάζει λογικό κάτι τέτοιο;» Όχι. Μόνο που ο Τσανγκ δεν ισχυρίζεται κάτι τέτοιο. Ο Τσανγκ ισχυρίζεται ότι ο καπιταλισμός της πρώτης μεταπολεμικής περιόδου ήταν πιο αποτελεσματικός επειδή οι επιχειρήσεις προσπαθούσαν να συμβιβάσουν τα συμφέροντα των μετόχων (καπιταλισμό είχαμε, πουθενά δεν το αρνείται ο Τσανγκ – το βιβλίο του, εξάλλου δεν είναι αντικαπιταλιστικό αλλά παρουσιάζει μια αριστερή-κεϋνσιανή κριτική του σύγχρονου καπιταλισμού), με αυτά των εργαζομένων, των κοινοτήτων όπου δραστηριοποιούνταν οι επιτηρήσεις και άλλα συμφέροντα. Στο νεοφιλελευθερισμό, συνεχίζει ο Τσανγκ, οι μάνατζερ έχουν σχεδόν την αποκλειστική μέριμνα να μεγιστοποιήσουν τις επιδόσεις των μετόχων (shareholder value). Και όπως στο πρώτο παράδειγμα, υπάρχει μια τεράστια βιβλιογραφία που συγκρίνει την αποτελεσματικότητα των δύο μορφών επιχειρησιακής διακυβέρνησης (corporate control). Σε αυτή τη βιβλιογραφία τοποθετείται και η συγκεκριμένη παρέμβαση του Τσανγκ. Δεν προκύπτει από πουθενά ότι ο Ανδρέας Ανδριανόπουλος έχει ψυλλιαστεί κάτι γι’ αυτή τη συζήτηση. Μπορεί ο ίδιος να προτιμάει τη νεοφιλελεύθερη λύση, οι αναγνώστες του books’ journal όμως αξίζουν κάτι παραπάνω – να ενημερώνονται για τα επιχειρήματα με τα οποία εμπλέκεται ένα βιβλίο.
Δεν θα ξαφνιάσει κανένα ότι ο Ανδρέας Ανδριανόπουλος πιστεύει πως ακόμα και για την χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 ευθύνεται το κράτος, που υποτίθεται έσπρωχνε τις τράπεζες να χρηματοδοτούν στρώματα τις αμερικάνικης κοινωνίας που δεν θα μπορούσαν να αντέξουν τέτοια δάνεια. Δεν θα αντιπαραθέσω τα επιχειρήματα του Πωλ Κρούγκμαν ή του Τζόζεφ Στίγκλιτζ σε αυτή την επιχειρηματολογία. Αλλά ο Ανδριανόπουλος θα μπορούσε να συμβουλευτεί το έργο των Kenneth Rogoff και Raghuram Rajan: και οι δύο παλιά στελέχη του ΔΝΤ, και οι δύο φιλελεύθεροι (ο ένας μάλιστα και από το πανεπιστήμιο του Σικάγο), αλλά και οι δύο αναγνωρίζουν στα πρόσφατα βιβλία τους την ευθύνη του φιλελεύθερου χρηματοπιστωτικού συστήματος και το ρόλο που έπαιξε η απόφαση να μη ρυθμιστούν οι αγορές, και ιδιαίτερα αυτή των παραγώγων. Απλά να προσθέσω ότι αν αφαιρέσουμε αυτά τα δάνεια, τότε οι συνολικές επιδόσεις της νεοφιλελεύθερης περιόδου θα ήταν ακόμα πιο πενιχρές από αυτές που εμφανίζονται - οι ρυθμοί ανάπτυξης των ΗΠΑ βασίστηκαν σε μεγάλο βαθμό και σε αυτά τα δάνεια, χωρίς αυτά δε, θα ήταν πολύ χαμηλότεροι.
Φοβάμαι, ωστόσο, ότι τέτοια επιχειρήματα δεν θα συγκινήσουν τον Ανδριανόπουλο, για τον απλούστατο λόγο ότι κανένα εμπειρικό στοιχείο δε θα μπορούσε να ταράξει την εμπιστοσύνη του στο νεοφιλελεύθερο υπόδειγμα. Όπως και οι τελευταίοι θιασώτες του σοβιετικού μοντέλου της οικονομία πάντα μπορούν να επικαλεστούν για τις όποιες αποτυχίες την ύπαρξη εσωτερικών και εξωτερικών υπονομεύσεων που δεν άφησαν το σύστημα να δείξει τις πραγματικές δυνατότητές του, έτσι και οι νεοφιλελεύθεροι πάντα θα μπορούν να πουν ότι δεν απέτυχαν - απλώς δεν τους αφήσανε (οι συντεχνίες, οι φιλανθρωπικές ευαισθησίες, οι άπληστοι πολιτικοί κλπ) να εφαρμόσουν το πλήρες πρόγραμμά τους. Με λίγα λόγια, ο νεοφιλελευθερισμός του Ανδρέα Ανδριανόπουλου δεν είναι ούτε εν δυνάμει διαψεύσιμος.
Αυτό δε σημαίνει, βεβαίως, ότι δεν είναι και χρήσιμος. Μπορεί οι νεοφιλελεύθεροι να μην έχουν κομματικές σχολές, αλλά σίγουρα και αυτοί χρειάζονται ζύμωση στα σαλόνια και στις δεξιώσεις όπου συναντιόνται για κοκτέιλ. Πώς αλλιώς να αντιμετωπιστούν ο κρατικισμός και ο λαϊκισμός που έχουν τσακίσει τους αγνούς επιχειρηματίες και τις ανώτερες τάξεις γενικότερα, όλα τα προηγούμενα χρόνια; Άνθρωποι της πράξης την ημέρα, πού να βρεθεί χρόνος για την ανάγνωση βιβλίων, να διαβαστεί ένας Τσανγκ για παράδειγμα; Καλύτερα να έχεις τον άνθρωπό σου, που με λίγες λιτές προτάσεις (διατυπωμένες με χιούμορ, βεβαίως βεβαίως) σου επιβεβαιώνει την πολιτιστική και πνευματική ανωτερότητά σου.
Αν είναι αυτό το επίπεδο τον αντιπάλων μας, τότε νομίζω ότι η αριστερά έχει λιγότερα να φοβηθεί απ’ ό,τι νομίζαμε. Όχι μόνο λόγω έλλειψης ποιότητας, αλλά επειδή φαίνεται ότι ο νεοφιλελευθερισμός σε αυτή τη συγκυρία αδυνατεί να ενσωματώσει έστω και μερικές μετριοπαθείς ιδέες-προτάσεις-μεταρρυθμίσεις, σαν αυτές που προτείνει ο Τσανγκ. Και ένα σύστημα που δεν λυγίζει, τείνει να σπάει.
|
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)