Του Ευκλείδη Τσακαλώτου |
Στο βιβλίο του για τις κυρίαρχες τάσεις του Μαρξισμού, ο Leszek Kolakowski σατίρισε ασύστολα τη σοβιετική προσέγγιση στη φιλοσοφία στην εποχή του Στάλιν – ή, τουλάχιστον, τη φιλοσοφία που διδασκόταν στα κομματικά σχολεία. Καμία φιλοσοφική θέση δεν παρουσίαζε δυσκολία, αν την έβλεπε κανείς από τη σωστή οπτική γωνιά. Για παράδειγμα, ο Καντ μας λέει ότι δεν μπορείς να ξέρεις τίποτα αυτό καθαυτό, αλλά οι απλοί σοβιετικοί πολίτες ξέρουνε τόσα πράγματα - οπότε ξεμπερδέψαμε με τον Καντ. Άλλοι αστοί φιλόσοφοι ισχυρίζονται ότι «το τραπέζι είναι μέσα στο κεφάλι μου»· αλλά ποιος σοβιετικός πολίτης δεν ξέρει ότι το τραπέζι είναι εδώ και το κεφάλι μου κάπου εντελώς αλλού; Με τέτοιες απλές αντιπαραθέσεις, σε σχεδόν κατηχητικό τόνο, κάθε στέλεχος εφοδιαζόταν με επιχειρήματα για να αντιμετωπίσει ανά πάσα στιγμή τον ταξικό αντίπαλο, χωρίς ποτέ να χρειαστεί να ανατρέξει στους ίδιους τους φιλοσόφους.
Είναι κρίμα που ο Kolakowski δεν είναι πια μαζί μας για να σατιρίσει και άλλα δείγματα της ίδιας προσέγγισης. Αυτή η σκέψη μου ήρθε διαβάζοντας το άρθρο του Ανδρέα Ανδριανόπουλου «Η κοινοτοπία ως οικονομική θεωρία» στο τελευταίο τεύχος του books’ journal. Επίσης μου επαναεπιβεβαιώθηκε το πόσο μοιάζουν ο νεοφιλελευθερισμός και οι πιο χοντροκομμένες εκδοχές του μαρξισμού. Υποτίθεται ότι το κείμενο παρουσιάζει μια κριτική για το βιβλίο του Χα-Τζουν Τσανγκ για τις 23 αλήθειες που δεν μας λένε για τον καπιταλισμό (εκδόσεις Καστανιώτη). Σε φορμαλιστικό επίπεδο η δομή της επιχειρηματολογίας του Ανδριανόπουλου παρουσιάζει μια εντυπωσιακή ομοιότητα με αυτή που σατίριζε ο Kolakowski. Μερικά παραδείγματα: ο Τσανγκ μας λέει ότι το κεφάλαιο έχει πατρίδα, αλλά ποιος δεν ξέρει ότι τα hedge funds μπορούν να επενδύσουν τα κεφάλαιά τους σε οποιοδήποτε σημείο της γης; Ο Τσανγκ ισχυρίζεται ότι δεν αξίζουμε εμείς στη δύση να πληρωνόμαστε πιο πολλά από τους υπόλοιπους κατοίκους της Γης, αλλά «ποιος εφηύρε τις νεωτεριστικές μεθόδους αύξησης της βιομηχανικής και γεωργικής παραγωγής – μήπως οι κάτοικοι του Κονγκό;» Με αυτό τον τρόπο, η νεοφιλελεύθερη οικογένεια ξεμπερδεύει με τα «σκουπίδια» τύπου Τσανγκ και οπλίζεται με θεωρητικά όπλα για να αντιμετωπίσει τους πολέμιους του καπιταλισμού που ξεφύτρωσαν χωρίς λόγο, όπως ισχυρίζεται ο Ανδριανόπουλος, μετά την κρίση του 2008.
Το εντυπωσιακό είναι η βαθύτατη άγνοια που αποδεικνύει ο Ανδριανόπουλος για τα θέματα με τα οποία πιάνεται ο Τσανγκ. Για παράδειγμα το αν το κεφάλαιο έχει πατρίδα ή όχι είναι κάτι που συζητιέται, στην ορθόδοξη και ετερόδοξη οικονομική σκέψη, εδώ και εκατό χρόνια, και η βιβλιογραφία επί του θέματος είναι τεράστια. Η προσέγγιση του Τσανγκ είναι ότι οι μεγάλες επιχειρήσεις είναι πιο ριζωμένες στη χώρα όπου αναδειχθήκαν από ό,τι ισχυρίζονται πολλοί νεοκλασικοί αλλά και μαρξιστές οικονομολόγοι – είναι ενσωματωμένες (embedded) σε διάφορα ερευνητικά, τεχνολογικά, πολιτιστικά και άλλα δίκτυα, και, γι’ αυτό το λόγο, δεν μπορούν εύκολα να αποδεσμευτούν. Μια συνέπεια αυτής της θέσης είναι ότι οι απειλές των επιχειρήσεων για μετατόπιση των δραστηριοτήτων σε άλλη περιοχή/χώρα - αν δεν συμμορφωθούν οι εργαζόμενοι και οι εργαζόμενες στις απαιτήσεις της εργοδοσίας - δεν είναι πάντα (σημειώστε το «πάντα») αξιόπιστες.
Ας πάρουμε ένα άλλο παράδειγμα: «οι εταιρίες και οι επιχειρήσεις, λέει επίσης ο Τσανγκ, δεν θα πρέπει να φροντίζουν τα συμφέροντα των μετόχων και ιδιοκτητών τους – να επενδύουν, δηλαδή, κάποιοι χρήματα και ο φορέας που τα εισπράττει να μη νοιάζεται για τις επιδιώξεις τους. Σας μοιάζει λογικό κάτι τέτοιο;» Όχι. Μόνο που ο Τσανγκ δεν ισχυρίζεται κάτι τέτοιο. Ο Τσανγκ ισχυρίζεται ότι ο καπιταλισμός της πρώτης μεταπολεμικής περιόδου ήταν πιο αποτελεσματικός επειδή οι επιχειρήσεις προσπαθούσαν να συμβιβάσουν τα συμφέροντα των μετόχων (καπιταλισμό είχαμε, πουθενά δεν το αρνείται ο Τσανγκ – το βιβλίο του, εξάλλου δεν είναι αντικαπιταλιστικό αλλά παρουσιάζει μια αριστερή-κεϋνσιανή κριτική του σύγχρονου καπιταλισμού), με αυτά των εργαζομένων, των κοινοτήτων όπου δραστηριοποιούνταν οι επιτηρήσεις και άλλα συμφέροντα. Στο νεοφιλελευθερισμό, συνεχίζει ο Τσανγκ, οι μάνατζερ έχουν σχεδόν την αποκλειστική μέριμνα να μεγιστοποιήσουν τις επιδόσεις των μετόχων (shareholder value). Και όπως στο πρώτο παράδειγμα, υπάρχει μια τεράστια βιβλιογραφία που συγκρίνει την αποτελεσματικότητα των δύο μορφών επιχειρησιακής διακυβέρνησης (corporate control). Σε αυτή τη βιβλιογραφία τοποθετείται και η συγκεκριμένη παρέμβαση του Τσανγκ. Δεν προκύπτει από πουθενά ότι ο Ανδρέας Ανδριανόπουλος έχει ψυλλιαστεί κάτι γι’ αυτή τη συζήτηση. Μπορεί ο ίδιος να προτιμάει τη νεοφιλελεύθερη λύση, οι αναγνώστες του books’ journal όμως αξίζουν κάτι παραπάνω – να ενημερώνονται για τα επιχειρήματα με τα οποία εμπλέκεται ένα βιβλίο.
Δεν θα ξαφνιάσει κανένα ότι ο Ανδρέας Ανδριανόπουλος πιστεύει πως ακόμα και για την χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 ευθύνεται το κράτος, που υποτίθεται έσπρωχνε τις τράπεζες να χρηματοδοτούν στρώματα τις αμερικάνικης κοινωνίας που δεν θα μπορούσαν να αντέξουν τέτοια δάνεια. Δεν θα αντιπαραθέσω τα επιχειρήματα του Πωλ Κρούγκμαν ή του Τζόζεφ Στίγκλιτζ σε αυτή την επιχειρηματολογία. Αλλά ο Ανδριανόπουλος θα μπορούσε να συμβουλευτεί το έργο των Kenneth Rogoff και Raghuram Rajan: και οι δύο παλιά στελέχη του ΔΝΤ, και οι δύο φιλελεύθεροι (ο ένας μάλιστα και από το πανεπιστήμιο του Σικάγο), αλλά και οι δύο αναγνωρίζουν στα πρόσφατα βιβλία τους την ευθύνη του φιλελεύθερου χρηματοπιστωτικού συστήματος και το ρόλο που έπαιξε η απόφαση να μη ρυθμιστούν οι αγορές, και ιδιαίτερα αυτή των παραγώγων. Απλά να προσθέσω ότι αν αφαιρέσουμε αυτά τα δάνεια, τότε οι συνολικές επιδόσεις της νεοφιλελεύθερης περιόδου θα ήταν ακόμα πιο πενιχρές από αυτές που εμφανίζονται - οι ρυθμοί ανάπτυξης των ΗΠΑ βασίστηκαν σε μεγάλο βαθμό και σε αυτά τα δάνεια, χωρίς αυτά δε, θα ήταν πολύ χαμηλότεροι.
Φοβάμαι, ωστόσο, ότι τέτοια επιχειρήματα δεν θα συγκινήσουν τον Ανδριανόπουλο, για τον απλούστατο λόγο ότι κανένα εμπειρικό στοιχείο δε θα μπορούσε να ταράξει την εμπιστοσύνη του στο νεοφιλελεύθερο υπόδειγμα. Όπως και οι τελευταίοι θιασώτες του σοβιετικού μοντέλου της οικονομία πάντα μπορούν να επικαλεστούν για τις όποιες αποτυχίες την ύπαρξη εσωτερικών και εξωτερικών υπονομεύσεων που δεν άφησαν το σύστημα να δείξει τις πραγματικές δυνατότητές του, έτσι και οι νεοφιλελεύθεροι πάντα θα μπορούν να πουν ότι δεν απέτυχαν - απλώς δεν τους αφήσανε (οι συντεχνίες, οι φιλανθρωπικές ευαισθησίες, οι άπληστοι πολιτικοί κλπ) να εφαρμόσουν το πλήρες πρόγραμμά τους. Με λίγα λόγια, ο νεοφιλελευθερισμός του Ανδρέα Ανδριανόπουλου δεν είναι ούτε εν δυνάμει διαψεύσιμος.
Αυτό δε σημαίνει, βεβαίως, ότι δεν είναι και χρήσιμος. Μπορεί οι νεοφιλελεύθεροι να μην έχουν κομματικές σχολές, αλλά σίγουρα και αυτοί χρειάζονται ζύμωση στα σαλόνια και στις δεξιώσεις όπου συναντιόνται για κοκτέιλ. Πώς αλλιώς να αντιμετωπιστούν ο κρατικισμός και ο λαϊκισμός που έχουν τσακίσει τους αγνούς επιχειρηματίες και τις ανώτερες τάξεις γενικότερα, όλα τα προηγούμενα χρόνια; Άνθρωποι της πράξης την ημέρα, πού να βρεθεί χρόνος για την ανάγνωση βιβλίων, να διαβαστεί ένας Τσανγκ για παράδειγμα; Καλύτερα να έχεις τον άνθρωπό σου, που με λίγες λιτές προτάσεις (διατυπωμένες με χιούμορ, βεβαίως βεβαίως) σου επιβεβαιώνει την πολιτιστική και πνευματική ανωτερότητά σου.
Αν είναι αυτό το επίπεδο τον αντιπάλων μας, τότε νομίζω ότι η αριστερά έχει λιγότερα να φοβηθεί απ’ ό,τι νομίζαμε. Όχι μόνο λόγω έλλειψης ποιότητας, αλλά επειδή φαίνεται ότι ο νεοφιλελευθερισμός σε αυτή τη συγκυρία αδυνατεί να ενσωματώσει έστω και μερικές μετριοπαθείς ιδέες-προτάσεις-μεταρρυθμίσεις, σαν αυτές που προτείνει ο Τσανγκ. Και ένα σύστημα που δεν λυγίζει, τείνει να σπάει.
|
Παρασκευή 6 Ιανουαρίου 2012
Ο Ανδρέας Ανδριανόπουλος, ο σοβιετικός μαρξισμός, και τα οικονομικά του σαλονιού
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου